Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Σπύρος Λούης, ο νερουλάς

 Ο Σπύρος Λούης ζούσε στο Μαρούσι, έβγαζε το ψωμί του πουλώντας νερό με τη σούστα του (καρότσι)  κι ήταν βαθιά απελπισμένος, καθώς οι γονείς της αγαπημένης του Ελένης δεν τον ήθελαν. Εκείνη τη χρονιά, 1896, γινόταν στην Αθήνα οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Παρουσιάστηκε στον αθλίατρο και ζήτησε να τρέξει στο Μαραθώνιο. Ήταν ο μόνος τρόπος, αν νικούσε, να τον δεχτούν για γαμπρό τους οι γονείς της καλής του. Στις δοκιμές, έτρεξε χίλια μέτρα και ήρθε δεύτερος, είκοσι δευτερόλεπτα πίσω από τον αθλητή που τον έβαλαν να αγωνιστεί. Θα τον απέρριπταν, αλλά για καλή του τύχη υπεύθυνος για την επιλογή ήταν ο συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίος θυμόταν τον Λούη από το στρατό και, γνωρίζοντας την αντοχή του, επέτρεψε τη συμμετοχή του Λούη στο Μαραθώνιο. 
 Καταμεσήμερο δόθηκε το σύνθημα της εκκίνησης : τέσσερις ξένοι αθλητές, δώδεκα Έλληνες κι ο νερουλάς από το Μαρούσι. Ως το Πικέρμι μπροστά πήγαινε ο Αυστραλός, πίσω του ο Γάλλος, πιο πίσω ο Ούγγρος, μετά ο Άγγλος κι ακολουθούσαν οι Έλληνες, με τον Λούη τελευταίο. Στο Πικέρμι σταμάτησε σε ένα καφενείο και ήπιε ένα ποτήρι κρασί για να δυναμώσει. Ο Σπύρος Λούης μπήκε στο Στάδιο νικητής. Όλο το στάδιο ζητωκραύγαζε “Έλλην, Έλλην”. Του υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια. Ζήτησε να πάρει μια καινούργια σούστα! Και βέβαια να παντρευτεί τη ωραία Ελένη. Οι γονείς της, φυσικά, δεν μπορούσαν να αρνηθούν.
Και σήμερα ακόμη, όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος εξαφανίζεται τρέχοντας από μπροστά μας, λέμε “Έγινε Λούης”.

Δημοσιογραφική Ομάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου